- πλασμογαμία
- η, Ν1. βιολ. στα πρωτόζωα) α) η συγχώνευση διαφόρων ατόμων σε μια πολυπυρηνική μάζαβ) η σύντηξη τού κυτταροπλάσματος χωρίς πυρηνική σύντηξη2. βοτ. διαδικασία η οποία ακολουθεί αμέσως μετά την καρυογαμία, δηλαδή την ένωση πυρήνων, σε ορισμένους ασκομύκητες και βασιδιομύκητες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plasmogamy < πλάσμα + -γαμία (< γάμος)].
Dictionary of Greek. 2013.